Η κολπική μαρμαρυγή ή «φτερούγισμα», μια από τις πιο συχνές αρρυθμίες, σύμφωνα με τις μέχρι πρότινος εκτιμήσεις των καρδιολόγων, ήταν λιγότερο συχνή κατάσταση στα νεότερα ηλικιακά άτομα. Μια νέα μελέτη, ωστόσο, και μάλιστα από τις πρώτες που εξέτασε μια μεγάλη ομάδα ασθενών με κολπική μαρμαρυγή κάτω των 65 ετών στις ΗΠΑ, διαπίστωσε πως η συχνότητα εμφάνισης έχει αυξηθεί και για τους νεότερους, μαζί με τις αντίστοιχες δυσλειτουργίες που μπορεί να προκαλέσει.
«Η κοινή γνώση των καρδιολόγων είναι ότι στα άτομα κάτω των 65 ετών, η κολπική μαρμαρυγή είναι εξαιρετικά σπάνια και όχι επιβλαβής. Όμως δεν υπάρχουν πραγματικά δεδομένα που να το επιβεβαιώνουν. Παρόλα αυτά, βλέπουμε στο Πανεπιστημιακό νοσοκομείο πολύ περισσότερους νέους ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή τα τελευταία χρόνια και ενδιαφερόμαστε να κατανοήσουμε την πραγματική κλινική πορεία αυτών των ατόμων. Θελήσαμε λοιπόν να θέσουμε αυτό το ερώτημα το οποίο δεν είχε διερευνήσει κανείς στο παρελθόν» επισημαίνει ο Δρ M.D., M.H.S., καρδιολόγος ηλεκτροφυσιολόγος του UPMC στο Τμήμα Καρδιολογίας του HVI, ο οποίος είναι επίσης επίκουρος καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ.
Αξιοποιώντας στοιχεία από τους ηλεκτρονικούς φακέλους υγείας 67.221 ασθενών του UPMC – περισσότερων από 40 νοσοκομείων- που ζήτησαν περίθαλψη για κολπική μαρμαρυγή από το 2010 έως το 2019, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι πάνω από το ένα τέταρτο αυτών (17.335) ήταν ηλικίας κάτω των 65 ετών, σε πλήρη αντίθεση με το 2% του επιπολασμού που συνήθως εκτιμάται. Το υψηλό ποσοστό πιθανώς αντανακλά την αυξανόμενη επιβάρυνση των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου στους νεότερους Αμερικανούς, προειδοποίησε ο Δρ Bhonsale
Συνολικά, η ομάδα του UPMC συμπέρανε ότι κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας, τα ποσοστά επιβίωσης για τα άτομα με αρρυθμία ήταν 1,3 έως 1,5 φορές χειρότερα για τους άνδρες με κολπική μαρμαρυγή και 1,82 έως 3,16 φορές χειρότερα για τις γυναίκες, σε σύγκριση με ασθενείς παρόμοιας ηλικίας χωρίς αυτόν τον τύπο αρρυθμίας. Επιπλέον οι ασθενείς που μελετήθηκαν παρουσίαζαν υψηλά ποσοστά παραγόντων κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου, όπως το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η υπέρταση και η υπνική άπνοια, οι οποίοι συμβάλλουν σε επιζήμιες δομικές και ηλεκτρικές αλλαγές στην καρδιά με την πάροδο του χρόνου.
«Είμαστε αισιόδοξοι ότι τα δεδομένα αυτής της μελέτης θα ενθαρρύνουν μελλοντικές έρευνες για την αξιολόγηση των βέλτιστων θεραπειών για τους ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή» δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας Sandeep Jain, M.D., διευθυντής καρδιακής ηλεκτροφυσιολογίας στο τμήμα καρδιολογίας του HVI, ο οποίος είναι επίσης καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ.