19.9 C
Larissa

Δύο χρόνια μετά τον «Ντάνιελ», η Θεσσαλία παραμένει ανοχύρωτη

Το σχέδιο για την αντιπλημμυρική προστασία της Θεσσαλίας πρέπει να σημάνει το τέλος του αποσπασματικού και εργολαβικού σχεδιασμού και την εφαρμογή λύσεων σε επίπεδο λεκάνης απορροής του ποταμού Πηνειού.

Η εικόνα είναι γνωστή πια σε όλους: άνθρωποι ανεβασμένοι σε κεραμίδια και στέγες, ζώα να παρασύρονται από τα νερά, χωριά ολόκληρα χαμένα κάτω από μια θάλασσα λάσπης και φερτών υλικών. Η θεσσαλική πεδιάδα, ο εθνικός «σιτοβολώνας», μετατρέπεται κάθε λίγα χρόνια σε λίμνη. Σεπτέμβριος 2020 με τον «Ιανό», Σεπτέμβριος 2023 με τον «Ντάνιελ». Οι λέξεις «εκατονταετής καταιγίδα» φαίνεται να έχουν χάσει το νόημά τους. Στη θέση τους, μια μόνιμη ανασφάλεια και το διαρκές ερώτημα: ποιος θα είναι ο επόμενος χειμώνας -ή φθινόπωρο- που θα βρει την Καρδίτσα, τον Παλαμά, τον Βλοχό, τα Μεγάλα Καλύβια, τη Φαρκαδόνα και άλλους οικισμούς ξανά κάτω από τα νερά;

Ενα ιστορικό πρόβλημα που διαρκεί

Της Θεσσαλίας δεν της είναι άγνωστες οι πλημμύρες. Από την αρχαιότητα τα ποτάμια -Πηνειός, Ενιπέας, Καλέντζης- λίμναζαν στην πεδιάδα. Υπήρχαν εκτεταμένοι βάλτοι και λίμνες, με κυριότερη την Κάρλα. Η αποξήρανσή της το 1961 παρουσιάστηκε ως εκσυγχρονισμός, αλλά αφαίρεσε έναν φυσικό ταμιευτήρα, αφήνοντας τον κάμπο ευάλωτο. Η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίστηκε από μεγάλες εκστρατείες αποστράγγισης και την κατασκευή συλλεκτήρων. Η λογική όμως έμεινε ίδια: «να φύγει γρήγορα το νερό», όχι να το διαχειριστούμε, με αποτέλεσμα ένα δίκτυο αναχωμάτων και τάφρων που ήθελε συνεχή συντήρηση και συχνά αποδεικνυόταν ανεπαρκές.

Ηδη από το 1979 μεγάλες πλημμύρες χτύπησαν την Καρδίτσα και τα Φάρσαλα. Τα νερά έμειναν για μέρες, με τεράστιες απώλειες στην παραγωγή. Τη δεκαετία του ’80 ακολούθησαν νέες πλημμύρες, με αποκορύφωμα το 1987 και το 1990. Ο τοπικός Τύπος μιλούσε για «βιβλικές» καταστροφές και για αναχώματα που υποχωρούσαν σαν τραπουλόχαρτα. Το 1994 αποτέλεσε σημείο καμπής. Στην Καρδίτσα και στον Παλαμά τα νερά έμειναν για εβδομάδες, χωριά αποκλείστηκαν, τρακτέρ επιστρατεύτηκαν για διασώσεις, ενώ η πολιτεία εμφανίστηκε με ελάχιστα μέσα. Εγιναν εκτεταμένες μελέτες, αλλά πολλά έργα έμειναν στα χαρτιά ή εκτελέστηκαν αποσπασματικά.

Το 2004 νέα πλημμύρα έδειξε ότι τα μέτρα δεν επαρκούσαν· το ίδιο και το 2015, όταν περιοχές των Τρικάλων, της Καρδίτσας και της Λάρισας χτυπήθηκαν σφοδρά. Στο μεταξύ, η ανοικοδόμηση συνεχίστηκε σε ζώνες πλημμυρικού κινδύνου και έργα που έπρεπε να συντηρούνται αφέθηκαν. Το 2020 ο «Ιανός» θύμισε ό,τι οι αρμόδιοι είχαν σβήσει από τη μνήμη τους: το Μουζάκι θάφτηκε στη λάσπη, το Κέντρο Υγείας κατέρρευσε, η Καρδίτσα έγινε λίμνη, γέφυρες παρασύρθηκαν, σπίτια γκρεμίστηκαν και 9 άνθρωποι χάθηκαν. Ηταν ο πρώτος «μεσογειακός κυκλώνας» που χτύπησε τόσο έντονα την περιοχή.

Τρία χρόνια αργότερα, ο «Ντάνιελ» ξεπέρασε και τον «Ιανό». Σε πέντε ημέρες συνεχούς βροχής η Θεσσαλία βρέθηκε κάτω από εκατοντάδες εκατομμύρια κυβικά μέτρα, 17 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ καταγράφηκαν και πλεονάζοντες θάνατοι1.

Οι πλημμυρισμένες εκτάσεις έφτασαν τα 600.000 στρέμματα, το 97% ήταν καλλιεργήσιμη γη. Οι αγρότες μέτρησαν ζημιές στα όρια της εξαφάνισης: πάνω από 26.000 παραγωγοί επλήγησαν και χάθηκαν μισό εκατομμύριο ζώα. Η ζημιά δεν περιορίστηκε στην ύπαιθρο. Το 21% του ενεργού πληθυσμού βρέθηκε άνεργο λίγους μήνες μετά, πάνω από 7.000 επιχειρήσεις υπέστησαν ζημιές και υποδομές καταστράφηκαν, επηρεάζοντας και το εθνικό ΑΕΠ2.

Στον Παλαμά, ο ήχος του νερού που έσπαγε το ανάχωμα ξύπνησε κατοίκους μέσα στη νύχτα· σε δέκα λεπτά το νερό έφτασε το ένα μέτρο. Στη Μεταμόρφωση στήθηκαν πρόχειρα αναχώματα με βελέντζες και χαλίκια, μέχρι που τα ποτάμια υπερίσχυσαν3.

Οι άνθρωποι που χάθηκαν δεν πρόλαβαν να ξεφύγουν, από την εμμονή στο 112 ως μοναδικό μέτρο πολιτικής προστασίας.

Η ιστορία δείχνει ξεκάθαρα πως κάθε γενιά Θεσσαλών έχει ζήσει τη δική της μεγάλη πλημμύρα. Κάθε φορά οι αρμόδιοι φορείς υπόσχονταν μέτρα, κάθε φορά γίνονταν μπαλώματα. Και κάθε φορά η επόμενη καταιγίδα έβρισκε τον κάμπο απροστάτευτο με την επανάληψη του μοτίβου να αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για ατυχία ή συγκυρία. Είναι διαχρονικό πρόβλημα πολιτικών επιλογών και προτεραιοτήτων.

Τα αίτια: κλιματική κρίση ή αμέλεια;

Είναι αλήθεια ότι οι μεσογειακοί κυκλώνες γίνονται πιο συχνοί, πιο έντονοι, πιο καταστροφικοί. Τα τελευταία χρόνια οι μετεωρολόγοι παρατηρούν ότι η Μεσόγειος λειτουργεί σαν «θερμοκήπιο»: η θάλασσα θερμαίνεται, εξατμίζει περισσότερη υγρασία, κι όταν συναντήσει τις ψυχρές αέριες μάζες της Κεντρικής Ευρώπης, οι καταιγίδες αποκτούν τροπικά χαρακτηριστικά4. Αυτός είναι ο μηχανισμός που γέννησε τον «Ιανό» και τον «Ντάνιελ». Εκεί που παλαιότερα μιλούσαμε για βροχές «μία στα εκατό χρόνια», τώρα εμφανίζονται συχνότερα.

Ομως η κλιματική κρίση δεν αρκεί από μόνη της για να εξηγήσει την καταστροφή. Η πολιτική εξουσία αποδίδει τις συνέπειες στους φυσικούς μηχανισμούς για να αποποιηθεί ευθύνες. Χαρακτηριστικό το αφήγημα μετά τον «Ντάνιελ», ότι τέτοιο φαινόμενο «ξανασυμβαίνει σε 16.000 χρόνια», που διαψεύστηκε από τον «Elias» μέρες μετά. Αν στη Θεσσαλία τα πράγματα είχαν σχεδιαστεί με σεβασμό στους φυσικούς κύκλους, οι επιπτώσεις θα ήταν μικρότερες. Αντίθετα, η περιοχή κουβαλά τις πληγές λανθασμένων παρεμβάσεων δεκαετιών.

Πρώτον, ο εγκιβωτισμός των ποταμών. Για δεκαετίες η κυρίαρχη λογική ήταν «να φεύγει το νερό γρήγορα». Ετσι στήθηκαν αναχώματα, συχνά με φτωχά υλικά, χωρίς συνολικό σχέδιο. Τα ποτάμια μετατράπηκαν σε περιορισμένους αγωγούς και σε πολλές περιπτώσεις κρίσιμες αστικές και άλλες χρήσεις χωροθετήθηκαν ασφυκτικά στα όρια των ποταμών. Οταν οι παροχές ξεπέρασαν τα όρια, τα αναχώματα έσπασαν και το νερό χύθηκε με ορμή στα χωριά. Τα ίδια αυτά αναχώματα εμπόδισαν στη συνέχεια την εκτόνωση, εγκλωβίζοντας τις νεοσχηματισμένες λίμνες για μέρες. Ο Παλαμάς, ο Βλοχός, η Μεταμόρφωση ξέρουν καλά τι σημαίνει να βρίσκεσαι μέσα σε μια τέτοια «παγίδα».

Δεύτερον, οι γέφυρες και τα τεχνικά έργα. Πολλά κατασκευάστηκαν δεκαετίες πριν, με άλλα κριτήρια, και χωρίς μέριμνα για τη συντήρησή τους. Οι γέφυρες συχνά έχουν μικρό άνοιγμα και δεν αφήνουν τα φερτά να περάσουν. Στον «Ιανό», δεν ήταν μόνο το νερό που κατέβηκε, αλλά και τόνοι κορμών και φερτών που έφραξαν τις κοίτες. Οι ίδιες οι ανθρώπινες κατασκευές έγιναν «φράγματα θανάτου».

Τρίτον, η εγκατάλειψη των έργων ορεινής υδρονομίας. Από τη δεκαετία του ’30 μέχρι το ’70, η Δασική Υπηρεσία κατασκεύαζε μικρά έργα συγκράτησης φερτών. Ηταν χαμηλού κόστους, αλλά μεγάλης αξίας. Με την αποψίλωση και υποβάθμιση των Δασικών Υπηρεσιών, τα έργα αυτά έπαψαν να κατασκευάζονται και τα υφιστάμενα αφέθηκαν στη φθορά. Χωρίς αυτά, κάθε νεροποντή φέρνει στις πεδινές κοίτες τόνους υλικών, που μειώνουν την παροχετευτικότητα.

Τέταρτον, το αγροτικό μοντέλο. Η Θεσσαλία βασίστηκε σχεδόν μονοδιάστατα στο βαμβάκι, σύμφωνα και με τις απαιτήσεις της ΚΑΠ και της Ε.Ε. Μια καλλιέργεια υδροβόρα, εξαρτημένη από τις επιδοτήσεις, που χρειάζεται τεράστιες ποσότητες άρδευσης μέσω χιλιάδων γεωτρήσεων. Οι υπόγειοι υδροφορείς άδειασαν ή έγιναν υφάλμυροι, δημιουργώντας ένα μόνιμο υδατικό έλλειμμα. Το παράδοξο είναι εκκωφαντικό: τον Ιούλιο το νερό δεν φτάνει για τα χωράφια, τον Σεπτέμβριο το ίδιο νερό καταστρέφει τα χωριά.

Πέμπτον, η αποσπασματική λογική των έργων. Κάθε φορά που γινόταν μια πλημμύρα, ανατίθεντο κάποια τοπικά έργα, συχνά συνδεδεμένα με μικροπολιτικά και εργολαβικά συμφέροντα: ένας καθαρισμός τάφρου, μια ενίσχυση αναχώματος, μια διευθέτηση κοίτης. Ποτέ όμως δεν υπήρξε ολοκληρωμένο σχέδιο σε επίπεδο λεκάνης απορροής. Το αποτέλεσμα ήταν ένα μωσαϊκό από «μπαλώματα» που δεν συνεργάζονται μεταξύ τους. Οταν έρχεται το ακραίο φαινόμενο, το αδύναμο σημείο υποχωρεί και το ντόμινο παρασύρει τα πάντα.

Ολα αυτά συνθέτουν μια σκληρή αλήθεια: η κλιματική κρίση ήταν ο σπινθήρας, αλλά το εύφλεκτο υλικό είχε μαζευτεί επί δεκαετίες. Πράγματι κατά τον «Ντάνιελ» έβρεξε έναν πολύ μεγάλο όγκο νερού, όμως το ότι χάθηκαν οι ζωές 17 συνανθρώπων μας και επλήγησαν οι περιουσίες δεκάδων χιλιάδων, ήταν αποτέλεσμα της στρατηγικής επιλογής των κυβερνήσεων να υποβαθμίζουν οτιδήποτε δεν αποφέρει άμεσο κέρδος, όπως ο αντιπλημμυρικός σχεδιασμός. Γι’ αυτό σε κάθε τέτοια καταστροφή είναι σημαντικό να τονίζεται ότι μόνο τα αίτια των συμβάντων αυτών είναι φυσικά· οι συνέπειές τους είναι η αντανάκλαση ενός πολιτικού και κοινωνικού συστήματος που, ελλείψει πόρων και ιεράρχησης της αντιπλημμυρικής προστασίας, έμαθε να ζει με μπαλώματα και να ελπίζει ότι «δεν θα τύχει σε εμάς».

Μελέτες υπάρχουν· πολιτική βούληση;

Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν ήξερε. Το Σχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας (2018) είχε ορίσει ως επικίνδυνες μεγάλες ζώνες της Θεσσαλίας και πρότεινε μέτρα. Μετά τον «Ιανό» η Περιφέρεια παρήγγειλε νέες υδραυλικές μελέτες, ενώ οργανισμοί όπως η WWF και η ΕΤΕπ εισηγήθηκαν «φυσικές λύσεις». Κι όμως, η εφαρμογή έμεινε ανύπαρκτη ή αποσπασματική.

Η κυβέρνηση, αφού είχε εξαγγείλει ως πρώτο μέτρο την υποχρεωτική ιδιωτική ασφάλιση, επιμένοντας στη λογική μετάθεσης της ευθύνης στο άτομο, στη συνέχεια έφερε τους «Ολλανδούς». Το σχέδιο της εταιρείας HVA κατακεραυνώθηκε από όλους τους φορείς ως μνημείο προχειρότητας, αμφιβόλου ποιότητας, χωρίς σαφείς αναφορές για τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν και εκτός πραγματικότητας προδιαγραφών εκπόνησης μελετών. Ως προς το περιεχόμενό του, το σχέδιο, παρά τη διαφήμισή του για καινοτόμες λύσεις με σεβασμό στο περιβάλλον, προτείνει τον πιο βαρύ και αντιπεριβαλλοντικό συνδυασμό αντιπλημμυρικών έργων που έχουμε δει, με διευθετήσεις, επιπλέον αναχώματα και περίκλειστα χωριά, μη επιλύοντας ουσιαστικά κανένα από τα διαρθρωτικά προβλήματα.

Εκτός των παραπάνω, το σχέδιο της HVA τόλμησε να πάει ακόμη παραπέρα, προτείνοντας ως λύση για τη διαχείριση των υδάτων την ιδιωτικοποίησή τους, η οποία προβάλλεται κιόλας ως εμβληματική. Ολες οι πτυχές διαχείρισης υδάτων στη Θεσσαλία εκχωρούνται σε μια νέα ανώνυμη εταιρεία, τον ΟΔΥΘ. Ιδρύθηκε το καλοκαίρι του 2024 και ορίστηκε να είναι ΝΠΙΔ µε τη μορφή Α.Ε. που θα λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Στον ΟΔΥΘ θα εκχωρηθούν πλήθος αρμοδιοτήτων που ασκούνται από τη Δημόσια Διοίκηση, όπως ο αντιπλημμυρικός σχεδιασμός, η εφαρμογή των Σχεδίων Διαχείρισης, η προστασία των οικοσυστημάτων, τα οποία δεν νοείται να έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα. Πώς ένας κατά βάση πάροχος υπηρεσιών νερού θα ανταποκριθεί στα παραπάνω; Η αύξηση των εσόδων του με κάθε τρόπο θα γίνει μονόδρομος, με συνέπεια την επιβάρυνση της θεσσαλικής κοινωνίας.

«Απέναντι στη συνέχιση της πολιτικής που θεωρεί την αντιπλημμυρική προστασία είτε ατομική ευθύνη του πολίτη είτε επικερδή δραστηριότητα, απέναντι στην ταξική μεροληψία που διέπει έως τώρα τον αντιπλημμυρικό σχεδιασμό, οφείλει να προταχθεί η αξία της αντιπλημμυρικής προστασίας ως καθολικού δικαιώματος, απαιτώντας κοινωνικά και περιβαλλοντικά ορθό αντιπλημμυρικό προγραμματισμό».

Με αυτή την έννοια, κάθε έργο που θα προταθεί για να αντιμετωπιστούν η ξηρασία ή οι πλημμύρες θα «ζυγίζεται» αυστηρά στον λόγο τού καθαρά δημοσιονομικού κόστους-οφέλους, με τη συμμετοχή του κράτους να υπάρχει για να εγγυάται τα κέρδη για τους επενδυτές. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που καθυστερούν προκλητικά τα όποια έργα έχουν συζητηθεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος, αυτός είναι επίσης ο λόγος που όποια έργα προχωρούν προτείνεται να λειτουργούν μέσω ΣΔΙΤ. Ο ΟΔΥΘ επίσης θα αναλάβει να εκπονήσει το master plan των Ολλανδών, μακριά από κάθε διαφανή διαδικασία ανάθεσης έργων και μελετών και ουσιαστική διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες.

Με βάση τα παραπάνω, δεν φαίνεται να υπάρχει πολιτική βούληση για να αντιμετωπιστεί το πλημμυρικό και υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας προς όφελος των κατοίκων και του περιβάλλοντος. Με τον όρο πολιτική βούληση δεν εννοούμε μόνο την υπογραφή για ένα έργο, αλλά αυτό να εντάσσεται σε έναν περιβαλλοντικά και κοινωνικά ωφέλιμο αντιπλημμυρικό σχεδιασμό, απότοκο βαθιάς διαβούλευσης με τις κοινωνίες, και να μην προτάσσεται για την εξυπηρέτηση άλλων συμφερόντων.

Αλλαγή αγροτικού υποδείγματος

Τίποτα από αυτά όμως δεν θα λειτουργήσει αν δεν αλλάξει το αγροτικό υπόδειγμα της Θεσσαλίας. Αν δεν υπάρξει διαφοροποίηση, με λιγότερο απαιτητικές καλλιέργειες, ανθεκτικές στην ξηρασία, καμία αντιπλημμυρική θωράκιση δεν θα είναι αρκετή. Η αλλαγή δεν μπορεί να είναι μόνο τεχνική· πρέπει να είναι κοινωνική και πολιτική, συγκρουσιακή με την Ε.Ε., αφού αφορά τις επιδοτήσεις, το αναπτυξιακό μοντέλο, την ίδια την ταυτότητα του κάμπου, και μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ενεργή συμμετοχή του αγροτικού κόσμου.

Τέλος, χρειάζεται ένας θεσμικός επανασχεδιασμός. Η διαχείριση υδάτων στη Θεσσαλία είναι διάσπαρτη: περιφέρεια, δήμοι, ΓΟΕΒ, ΤΟΕΒ, υπουργεία – κανείς δεν έχει την πλήρη ευθύνη, όλοι όμως μοιράζονται την αδράνεια, την υποστελέχωση και την υποχρηματοδότηση. Επομένως, απαιτείται ενιαίος φορέας, στον αντίποδα όμως αυτού που προτείνεται με τον ΟΔΥΘ. Ενας ισχυρός και πλήρως δημόσιος φορέας, ριζωμένος στις τοπικές κοινωνίες, με πλέρια επιστημονική υποστήριξη, αρμοδιότητα στη λήψη αποφάσεων και σταθερή κρατική χρηματοδότηση. Χωρίς αυτό, κάθε πλημμύρα θα μας βρίσκει με επιτροπές «κατόπιν εορτής».

Ολα τα παραπάνω χρειάζεται να συνδυαστούν και με μια νέα λογική αντιμετώπισης της αντιπλημμυρικής προστασίας από το κράτος. Απέναντι λοιπόν στη συνέχιση της πολιτικής που θεωρεί την αντιπλημμυρική προστασία είτε ατομική ευθύνη του πολίτη είτε επικερδή δραστηριότητα, απέναντι στην ταξική μεροληψία που διέπει έως τώρα τον αντιπλημμυρικό σχεδιασμό, οφείλει να προταχθεί η αξία της αντιπλημμυρικής προστασίας ως καθολικό δικαίωμα, απαιτώντας έναν κοινωνικά και περιβαλλοντικά ορθό αντιπλημμυρικό σχεδιασμό. Στόχος ενός τέτοιου σχεδιασμού δεν πρέπει να είναι η εξυπηρέτηση εργολαβικών και πολιτικών συμφερόντων, αλλά πρωτίστως η προστασία των ανθρώπων και της εργασίας τους και η διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος.

Τι δείχνουν τα μοντέλα προσομοίωσης:
Ακόμη και με «Ιανό», η Θεσσαλία θα ξαναπλημμυρίσει!

Για την τεχνική τεκμηρίωση των συμπερασμάτων του άρθρου αξίζει να αναφερθεί πως διατίθεται εκτενής βιβλιογραφία προσομοιώσεων στη λεκάνη απορροής του ποταμού Καλέντζη, δηλαδή στους ποταμούς Γαβριά, Καράμπαλη, Καλέντζη, Λείψιμο/Ιταλικό. Οι προσομοιώσεις αυτές επιτρέπουν να αποδοθεί πιστά η υδραυλική συμπεριφορά των ποταμών της περιοχής (δηλαδή το προς τα πού και με ποιον τρόπο θα κινηθεί το νερό) όταν η παροχή υπερβαίνει την παροχετευτικότητα της κοίτης και «ενεργοποιούνται» υπερχειλίσεις και αστοχίες των αναχωμάτων.

Με μπλε φαίνεται η ζώνη όπου, σύμφωνα με τις μελέτες (Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνου Πλημμύρας), εκτιμάται ότι θα πλημμυρίσει σήμερα η Θεσσαλία, σε καιρικά φαινόμενα ανάλογου μεγέθους με τον «Ιανό» και τον «Daniel». Με διαγράμμιση αποτυπώνεται η πραγματική πλημμύρα του «Daniel» τον Σεπτέμβριο του 2023. Οι περιοχές ταυτίζονται σχεδόν πλήρως – μια εικόνα που δείχνει την ακριβή εκτίμηση του κινδύνου από τα μοντέλα προσομοίωσης

Τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων συγκλίνουν σε τρία κρίσιμα ευρήματα: (1) η χωροθέτηση/κατάσταση των τεχνικών (στενώσεις, γέφυρες) και οι αστοχίες αναχωμάτων δημιουργούν την κατεύθυνση και ταχύτητα εκτόνωσης, άρα και τη ζημιά που προκαλείται, (2) τα αναχώματα που λειτουργούν ως «σύνορα» της κοίτης γίνονται στη συνέχεια εμπόδιο αποστράγγισης, παρατείνοντας τον εγκλωβισμό νερού στην πεδιάδα, και (3) σε συνθήκες «φτωχών δεδομένων» μπορεί να επιτευχθεί αξιόπιστη αναπαράσταση των πλημμυρικών επεισοδίων με συνδυασμό μοντέλων και «εναλλακτικών» παρατηρήσεων (δορυφορικών/κοινωνικών). Κοντολογίς, σε καιρικά φαινόμενα ανάλογου μεγέθους με τον «Ιανό» και τον «Daniel» η Θεσσαλία παραμένει ουσιαστικά απροστάτευτη, δηλαδή θα ξαναπλημμυρίσει.

Εφαρμογή λύσεων σε επίπεδο λεκάνης απορροής του ποταμού Πηνειού

Οι διαφορετικές απόψεις συγκλίνουν: δεν υπάρχει μία λύση που θα «σώσει» τη Θεσσαλία. Χρειάζεται συνδυασμός μέτρων, τεχνικών και θεσμικών, που θα ξεκινούν από τα βουνά και θα καταλήγουν στον κάμπο. Το σχέδιο για την αντιπλημμυρική προστασία της Θεσσαλίας πρέπει να σημάνει το τέλος του αποσπασματικού και εργολαβικού σχεδιασμού και την εφαρμογή λύσεων σε επίπεδο λεκάνης απορροής του ποταμού Πηνειού, δηλαδή από τα βουνά ώς τον κάμπο και τη θάλασσα.

Αρχικά, τα φράγματα και οι ταμιευτήρες είναι απαραίτητα για να συγκρατούν μεγάλους όγκους νερού και να μειώνουν την αιχμή μιας πλημμύρας. Στη Θεσσαλία, ο ταμιευτήρας Σμοκόβου λειτούργησε σαν «ασπίδα» στον «Ιανό» και στον «Ντάνιελ», αποτρέποντας μεγαλύτερες καταστροφές. Ομως δεν είναι πανάκεια. Αποτελούν έργα μεγάλης έντασης κεφαλαίου, ενώ αν γεμίσουν από φερτά υλικά ή αν δεν υπάρχει προβλεπτική διαχείριση (κρατώντας ελεύθερη χωρητικότητα για την περίοδο κινδύνου), τότε αποτυγχάνουν.

Τα έργα αυτά, όπου προκριθούν, πρέπει να συνοδεύονται από σημαντικές περιβαλλοντικές προβλέψεις, αυστηρά πρωτόκολλα διαχείρισης, συχνούς καθαρισμούς και παρακολούθηση. Εξίσου κρίσιμες είναι οι λεκάνες εκτόνωσης. Στην Ολλανδία, οι Αρχές έχουν παραχωρήσει εκτάσεις γης χαμηλής αξίας παραπλεύρως των ποταμών ώστε να πλημμυρίζουν ελεγχόμενα («Room for the River»). Στην Ελλάδα, η ιδέα αυτή συναντά εύλογα ισχυρές αντιδράσεις. Τέτοιες προτάσεις πρέπει να συνοδεύονται από εξαντλητική διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες για το ποιες περιοχές θα παραλάβουν τα πλημμυρικά φορτία και όχι να επιβάλλονται άνωθεν. Η ορεινή υδρονομία, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί ένα παραγνωρισμένο αλλά απολύτως αναγκαίο εργαλείο που, σήμερα, με δορυφορική παρακολούθηση και σύγχρονα υλικά μπορεί να επανέλθει πολύ αποδοτικότερη.

Η αποκατάσταση των πλημμυρικών ζωνών είναι ίσως η πιο δύσκολη πολιτικά, αλλά η πιο ουσιαστική λύση. Ο Πηνειός χρειάζεται χώρο για να «αναπνέει». Δεν μπορεί να είναι μόνιμα εγκιβωτισμένος ανάμεσα σε μπετόν και αναχώματα. Σε πολλές χώρες ξηλώνονται τεχνητά αναχώματα για να δοθεί χώρος στα ποτάμια. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται αλλαγές στις χρήσεις γης, μετακινήσεις οικισμών ή καλλιεργειών από επικίνδυνες ζώνες. Στη Θεσσαλία κάτι τέτοιο μοιάζει αδιανόητο, αλλά χωρίς αυτό το βήμα δεν θα υπάρξει πραγματική προστασία. Ομως και πάλι, η επιτυχία τέτοιων μέτρων βασίζεται στη διαβούλευση.

Η έγκαιρη προειδοποίηση είναι άλλο ένα κρίσιμο κεφάλαιο. Στον «Ντάνιελ», το 112 λειτούργησε καθυστερημένα και αόριστα και όχι ενταγμένο σε ένα συνολικό σχέδιο προστασίας. Σε άλλες χώρες, όπως η Ιταλία, κάθε κοινότητα έχει σχέδιο εκκένωσης, γνωστά καταφύγια, υπεύθυνους ειδοποίησης. Η τεχνολογία υπάρχει: μετεωρολογικά ραντάρ, δορυφορικά δεδομένα και μοντέλα προσομοίωσης. Αυτό που λείπει είναι η τοπική εφαρμογή, δηλαδή να ξέρει ο κάθε κάτοικος πού θα πάει, ποιος θα τον ειδοποιήσει, ποιον δρόμο θα ακολουθήσει.

Χρειάζεται επίσης διαφάνεια στα δεδομένα από αύριο κιόλας, με ανοιχτούς χάρτες κινδύνου, online κατάσταση αναχωμάτων και αντλιοστασίων, δημόσια ελεύθερη πρόσβαση σε μετρήσεις στάθμης και βροχής σε πραγματικό χρόνο. Οταν οι κάτοικοι και η κοινωνία των πολιτών έχουν πληροφόρηση και βλέπουν τι δουλεύει και τι όχι, τότε η λογοδοσία παύει να είναι σύνθημα και γίνεται καθημερινή και δημοκρατική πρακτική.

*Πολιτικοί μηχανικοί ΕΜΠ, MAS Διαχείρισης Υδατικών Πόρων Ομοσπονδιακού Πολυτεχνείου Ζυρίχης

[1] Ο κάμπος θρηνεί 335 νεκρούς και όχι 17 από τον «Ντάνιελ»
[2] Αποτύπωση των επιπτώσεων της κακοκαιρίας «Ντάνιελ» με αριθμούς ανά Περιφερειακή Ενότητα: https://www.upthessaly.gr/%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%BA%CF%81%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%B8%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%AF%CE%B1%CF%82/
[3] Νερό, καναλιζαρισμένο, ψάχνεται…: https://www.erastestwnagrafwn.gr/erevnes/erevna-nero-kanalizarismeno-psachnetai/
[4] UK heat and floods in south-east Europe blamed on ‘omega’ weather system: https://www.theguardian.com/world/2023/sep/06/uk-heatwave-floods-south-east-europe-omega-weather-system
Sourceefsyn.gr

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ