«Με βλέπετε μόνη μου, αλλά δεν είμαι. Φανταστείτε 57 ανθρώπους δίπλα μου και τις οικογένειές τους. 180 τραυματίες δίπλα μου και τις οικογένειές τους. Και φανταστείτε και κάθε άνθρωπο που ανέβηκε σε αυτό το τρένο τόσα χρόνια. Είμαστε 10 εκατομμύρια να πω ότι ανέβηκαν στα τόσα χρόνια, μία φορά, 5 εκατομμύρια; Πολλοί από αυτούς πολλές φορές. Ήταν τυχεροί. Εκτέθηκαν όμως σε κίνδυνο απώλειας της ζωής τους γιατί κάποιοι δεν έκαναν τη δουλειά τους και με δόλο τους προέτρεπαν να το χρησιμοποιήσουν. Σε αυτό το έγκλημα που αφορά όχι 57 ανθρώπους αλλά όλη την κοινωνία η απόδοση δικαιοσύνης είναι μονόδρομος. Θα αποδοθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Εύχομαι να έρθει γρήγορα μέσω της Δικαιοσύνης και να μη θρηνήσουμε ποτέ ξανά τέτοιους άδικους θανάτους» είπε καταθέτοντας στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής η Μαρία Καρυστιανού, πρόεδρος της προσωρινής διοίκησης συλλόγου οικογενειών θυμάτων.
Ζήτησε να κληθούν τα μέλη της Επιτροπής που αποφάσισαν το μπάζωμα του χώρου, ακόμα και «ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Το παιδί μου σκοτώθηκε. Δε με ενδιαφέρει η ιδιότητα και ο τίτλος κανενός. Οφείλεται να τους καλέσετε και να εξηγήσουν γιατί αλλοίωσαν το χώρο με αποτέλεσμα να χαθούν πολύτιμα στοιχεία για να μάθουμε τι έγινε. Ορίστε η ευκαιρία να λάμψει η αλήθεια. Για ποιο λόγο δεν τηρήθηκε κανένα πρωτόκολλο. Γιατί στο δικό μου μυαλό μόνο μία λέξη ταιριάζει: συγκάλυψη. Και θα τη λέω συνέχεια» ανέφερε χαρακτηριστικά ενώ στάθηκε στα μέτρα προστασίας των σιδηροδρόμων που λειτουργούσαν παλαιότερα και στη μείωσή τους σήμερα και είπε πως την προσπάθεια της κυβερνητικής πλειοψηφίας για «καθοριστικό παράγοντα στο ανθρώπινο λάθος» «δεν τη δεχόμαστε καθόλου και τη θεωρούμε πολύ προσβλητική».
Ξεκαθάρισε πως «δεν αισθάνομαι καθόλου άνετα που βρίσκομαι εδώ γιατί ίσως έχω κληθεί να μιλήσω για τη δολοφονία της κόρης, ίσως γιατί πρέπει να μιλήσω για ένα πολύνεκρο έγκλημα αλλά δε βρίσκομαι σε ένα χώρο δικαστηρίου, όπως θα το περίμενα, αλλά ενώπιον βουλευτών που θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα παραπεμφθούν οι ένοχοι υπουργοί στη δικαιοσύνη ή όχι»
Συνέχισε λέγοντας ότι «δεν είσαστε δικαστές, ούτε μπορείτε να γνωρίζετε τη δικογραφία που είναι ήδη τεράστια και παρόλο που αναγνωρίζω πως κάποιοι από εσάς έχουν τις καλύτερες προθέσεις, πώς μπορώ να είμαι σίγουρη ότι θα αναδειχθεί πλήρως και σε βάθος ένα θέμα που οι εμπλεκόμενοι ξεκινούν από την κορυφή του πολιτικού συστήματος και καταλήγουν σε διευθυντές και προέδρους σημαντικών θέσεων με άμεση επαφή και συνεργασία με το υπουργείο και με ένα μείζον ζήτημα οικονομικής απιστίας να τα συνδέει;».
Κατέθεσε πως από την αρχή «ανεπιτυχώς εμείς ζητούσαμε άρση της ασυλίας, μαζί και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στη μήνυση που κατέθεσε στη Βουλή από τον Ιούνη και ζήτησε να γίνει άρση ασυλίας καθώς υπήρχαν στοιχεία που ενοχοποιούσαν τους υπουργούς. Αλλά αυτό το θέμα δεν έχει συζητηθεί καν στη Βουλή» και αναρωτήθηκε γιατί συνέβη κάτι τέτοιο ρίχνοντας ευθύνη στον τότε υπουργό Υποδομών Κ. Καραμανλή. «Αυτός ο άνθρωπος δηλώνει με θράσος αθώος λόγω της ασυλίας του και αντί να παραιτηθεί και να αφεθεί στη δικαιοσύνη πράττοντας το αυτονόητο για τη μνήμη των νεκρών και για εμάς, παραμένει κρυμμένος ελπίζοντας πως η Βουλή θα τον σώσει». Και πρόσθεσε πως με τη μήνυσή της ζητά να ερευνηθούν και οι ευθύνες των υπουργών των παλαιότερων κυβερνήσεων.
«Πριν από ένα χρόνο συνέβη ένα από τα χειρότερα κρατικά εγκλήματα στην ιστορία της Ελλάδας και έφερε μαζί του μια απίστευτη αποκάλυψη οικονομικής διαφθοράς, ασυδοσίας και πλήρους ακαταλληλότητας και εγκατάλειψης των σιδηροδρόμων. Δεν υπήρχε ούτε ένα σύστημα ασφάλειας, σε ένα από τα βασικότερα ΜΜΜ. Με έκπληξη κοιτούσαμε από τη μία τα χρήματα που έχουν ξοδευτεί για τη δήθεν αναβάθμιση και βελτίωση της λειτουργίας και από την άλλη τα πορίσματα των πραγματογνώμων που μιλούσαν για πλήρη απουσία συστημάτων ασφαλείας, για ακατάλληλα βαγόνια, όχι καινούρια βέβαια αλλά αυτά που πέταξαν οι Ελβετοί ως ακατάλληλα, για καθημερινές βλάβες στις παμπάλαιες και κακοσυντηρημένες ράγες όπου η άνοδος γινόταν κάθοδος και το ανάποδο, πολλές φορές μέσα στην ίδια διαδρομή, για συνεχείς εκτροχιασμούς και πολλά άλλα, που αν τα γνωρίζαμε ουδέποτε θα επιτρέπαμε να ταξιδεύουν οι άνθρωποί μας με το τρένο. Παραπλάνηθήκαμε» κατέθεσε η Μ. Καρυστιανού.
Παράλληλα, είπε πως από την αρχή υπήρχε προσπάθεια υποτίμησης των ευθυνών, όσο πιο χαμηλά γίνεται για το έγκλημα των Τεμπών με πρώτο τον πρωθυπουργό και κάποιων υπουργών που μίλησαν για ανθρώπινο λάθος παρόλο που στα γραφεία τους αλλά και στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου «είχαν διαβιβαστεί υπομνήματα σχετικά με την έλλειψη ασφάλειας και τα προβλήματα στα τρένα και τον ορατό κίνδυνο ατυχήματος» ενώ για τη συγνώμη του πρωθυπουργού αμέσως μετά το έγκλημα, ανέφερε ότι «συγνώμη ζητάς όταν σκουντάς κάποιον στον διάδρομο. Όχι όταν του σκοτώνεις το παιδί. Και μιλάω τόσο αυστηρά γιατί γνώριζε». Επιπλέον μίλησε για την Αρχή Διαφάνειας, που σε γνώση του πρωθυπουργού, «είχε συντάξει σχετικό εμπιστευτικό έγγραφο προς τον υπουργό το 2022. Πετάχτηκε και αυτό μαζί με όλα τα υπόλοιπα στον κάλαθο των αχρήστων. Και καθώς τίποτα δεν αλλάζει προς το καλύτερο, το 2022 αποστέλλεται ανώνυμη καταγγελία για την ακαταλληλότητα των σιδηροδρόμων στην ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Πόσο υποτιμητικό, ντροπιαστικό αλλά και πόσο ενοχοποιητικό, για όλους όσους γνώριζαν και με δόλο σιωπούσαν. Έτσι και το επείγον μπάζωμα του χώρο, σχεδόν αμέσως μετά το συμβάν, μη τηρώντας όχι τα πρωτόκολλα για παρόμοιες καταστάσεις αλλά ούτε τα προσχήματα και καταργώντας τη διάκριση εξουσιών που ορίζει το Σύνταγμα. Και θέτοντας το σιδηρόδρομο πάλι σε λειτουργία, ένα μήνα μετά, με τις ίδιες συνθήκες, αδιαφορώντας για την ασφάλεια των επιβατών, προκειμένου να ομαλοποιηθεί η καθημερινότητα, να υποβιβαστεί το γεγονός, να ξεχαστεί από την κοινωνία, είχαμε και τις εκλογές».
Κατήγγειλε ακόμα ότι η τηλεδιοίκηση επανατοποθετήθηκε έξι μήνες μετά την επαναλειτουργία του συρμού και κόστισε 200.000 ευρώ ενώ το μπάζωμα στο χώρο του εγκλήματος κόστισε 650.000 ευρώ και εγκρίθηκε σε 15 ημέρες από μία Επιτροπή, η οποία συνεδρίασε δύο φορές και συμμετείχαν ο τότε υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ αρμόδιος για θέματα κρατικής αρωγής και αποκατάστασης από φυσικές καταστροφές, Χρ. Τριαντόπουλος, ο Θ. Πλεύρης τότε υπουργός Υγείας αλλά και ο τέως Περιφερειάρχης Κ. Αγοραστός. «Μάθαμε αρχικά ότι η εντολή δόθηκε από τον Περιφερειάρχη» είπε η Μ. Καρυστιανού. Στο μνημόσυνο τον ρώτησα και μου απάντησε ότι βάλαμε τσιμέντο για να πατήσουν τα φορτηγά να μεταφέρουν τα βαγόνια σημείωσε και πως μετά τις πολλές οχλήσεις της, ο Κ. Αγοραστός της είπε πως «ακολουθούσα εντολές». Το από που πήρε εντολές, το έμαθε από εξώδικο που του έστειλε ο σύλλογος όπου και τους γνωστοποιήθηκε πως αυτό αποφάσισε η συγκεκριμένη Επιτροπή.
Προσπαθούσαμε να μάθουμε ποιος ήταν ο υπεύθυνος για το χάλι, ο Ανακριτής δεν γνώριζε, κατέθεσε. Και όταν τον ρώτησα πως επιτράπηκε να γίνει κάτι τέτοιο, είπε πως «έπρεπε να επανέλθει στην πρότερη κατάσταση για να λειτουργήσει ο συρμός» αν και ο προηγούμενος χώρος ήταν αγρός και ο συρμός μακριά από τον αγρό ενώ κατήγγειλε ότι ο Ανακριτής που ανέλαβε την υπόθεσή μας δεν είχε πάει στο χώρο. «Μήπως αν πήγαινε και έβλεπε το χάλι θα έπρεπε να δράσει και δεν ήθελε να εκτεθεί; Σε κάθε περίπτωση είναι αδιανόητο και αδικαιολόγητο».
Επέρριψε ευθύνες στην πρόεδρο της ΡΑΣ για την προσπάθεια καταλογισμού ευθυνών στο νεκρό μηχανοδηγό ενώ δεν υπήρχε κανένα σύστημα ασφάλειας λέγοντας πως αν είχε πράξει τα δέοντα θα το είχε αποτρέψει, «ακόμα και με την απειλή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας που είχατε δικαίωμα και οφείλατε να κάνετε. Η δική σας αδειοδότηση στέρησε και την τελευταία ελπίδα για ζωή αυτών των ανθρώπων. Πιστή στη γραμμή που έχει δοθεί εξαρχής για το ανθρώπινο λάθος, δεν εξήγησε γιατί στις ετήσιες εκθέσεις απέκρυπτε την αλήθεια και σκοπίμως ωραιοποιούσε την κατάσταση λειτουργίας του συρμού προκειμένου να τον κρατήσει σε λειτουργία πάση θυσία αλλά αποκάλυψε πως στην ουσία η ΡΑΣ δεν είναι υπεύθυνη για την ασφάλεια των τρένων και είναι μια τυπική, αναρμόδια Αρχή χωρίς καμία ουσιαστική ευθύνη». Ήξεραν πολύ καλά την κατάσταση και η πολιτική ηγεσία, ο ΟΣΕ, η ΕΡΓΟΣΕ και η Hellenic Train «αλλά ρίσκαραν με τα δικά μας παιδιά» είπε.
Κατήγγειλε ακόμα πως στη δικογραφία δεν αναφέρεται ότι μεταφέρθηκαν στο Κουλούρι τα χώματα και τα βαγόνια και πως ήταν τόσο άτακτη η μεταφορά βαγονιών και χωμάτων που δεν πιστεύω ότι τραβήχτηκε βιντεοληπτικό υλικό καθώς «όταν κάνεις κάτι παράνομο, πρέπει να το κάνεις και γρήγορα». Επίσης είπε ότι υπάρχει ένα πέπλο ομίχλης για το τι μετέφερε η εμπορική αμαξοστοιχία και προκάλεσε την έκρηξη, πως η απάντηση του Γενικού Χημείου δεν ευσταθεί και «είναι περίεργο πως βγήκε τόσο εύκολα μια τόσο αβάσιμη απάντηση καθώς είναι εύκολο να βρεις στη βιβλιογραφία για τα έλαια σιλικόνης» που αναφέρει το Γενικό Χημείο. Σημείωσε ότι βρέθηκε ξυλόλιο -που ήταν παράνομη μεταφορά- ένα μήνα μετά, σε επτά θέσεις και πως το μπάζωμα έγινε για να αποκρύψει τι μετέφερε η εμπορική. Ακόμα κατήγγειλε ότι έγιναν τα λιγότερα δυνατά από την πλευρά του Ανακριτή για την εμπορική λέγοντας πως ζητήθηκαν όλα τα στοιχεία και τα βίντεο από το σταθμό της Θεσσαλονίκης για το επιβατικό αλλά όχι για το εμπορικό.
Σε ότι αφορά την ταυτοποίηση της κόρης της, είπε πως αυτή έκανε δύο μέρες. «Δεν περνούσαν τα δευτερόλεπτα. Πως μπορούν να μην περνούν τα δευτερόλεπτα;» ανέφερε εμφανώς καταρρακωμένη και πρόσθεσε πως «έπρεπε να παραλάβουμε ό,τι είχε η σακούλα του καθενός».
Η Μ. Καρυστιανού, τέλος, απαίτησε την απόδοση ευθυνών και τιμωρία προς πάσα κατεύθυνση και «δε θα δεχτούμε τίποτα κατώτερο. Αυτό το έγκλημα δεν έχει προηγούμενο και εμείς δίνουμε μάχη να μην ξανασυμβεί».
Από την πλευρά της η Μαρία Κομνηκάκα, βουλευτής του ΚΚΕ και μέλος της Επιτροπής, είπε πως «ο σεβασμός προς το πρόσωπό σας και προς αυτών των οικογενειών που μετράνε τις απώλειές τους που εκπροσωπείτε, επιβάλλει να μην ακολουθήσουμε μία τακτική μικροπολιτικών παιχνιδιών που προσπαθούν να εξελιχθούν εδώ, γιατί με ότι δυνατότητες έχουμε προσπαθούμε να κάνουμε πράξη που η ίδια η μήνυσή σας ζήτησε, να διερευνηθούν οι ευθύνες από εκεί που ξεκίνησαν και μέχρι εκεί που τελείωσαν, στο σύνολό τους. Επίσης κάνει πράξη το αίτημα χιλιάδων ανθρώπων που ξεχύθηκαν στους δρόμους εκείνες τις ημέρες και έλεγαν “το έγκλημα αυτό δε θα ξεχαστεί”. Αυτό επιδιώκουμε να κάνουμε, με ότι μέσα έχουμε, να μην ξεχαστεί το έγκλημα και να μπορέσουμε να διεκδικήσουμε να αποδοθούν στο σύνολό τους και στο ακέραιο για όλα τα εγκλήματα σε βάρος αυτών των ανθρώπων οι ευθύνες.
Συμφωνούμε και προσυπογράφω την αγωνία σας για την απόδοση ευθυνών στους υπουργούς. Ως Κόμμα έχουμε ξεκάθαρα την άποψη ότι θα έπρεπε να καταργηθεί ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και να δικάζονται όπως δικάζονται όλοι οι πολίτες» κατέληξε.
Για ελλείψεις προσωπικού, συστημάτων ασφαλείας και εντατικοποίηση εργασίας μίλησε ο Π. Παρασκευόπουλος
Συστήματα που δεν λειτουργούσαν, μεγάλη έλλειψη προσωπικού αλλά και ενταντικοποίηση της εργασίας ήταν το σκηνικό που επικρατούσε για χρόνια στο σιδηρόδρομο, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Παρασκευόπουλο, τέως πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σιδηροδρομικών και μέσων σταθερής τροχιάς.
Μίλησε για έργα που καρκινοβατούσαν αλλά και για έλλειψη προσωπικού που μετά το 2010 δεν αναπληρωνόταν και συμπλήρωσε ότι η διαμορφωμένη κατάσταση του 2021 σήμερα είναι πολύ χειρότερη και από έλλειψη προσωπικού και από πλευράς έργων.
Η κυβερνητική πλειοψηφία προσπάθησε ξανά να στρέψει προς το επιχείρημα του ανθρώπινου λάθους στο έγκλημα των Τεμπών με τον μάρτυρα να αναφέρει ότι «δεν τηρήθηκε ο Γενικός Κανονισμός Κυκλοφορίας, που είναι ευαγγέλιο για εμάς, από κανέναν» αλλά και ότι υπήρχε μία γενικότερη χαλάρωση.
Ωστόσο μίλησε για την υποστελέχωση που υπάρχει, λέγοντας ότι ο ΟΣΕ έφτασε να έχει 645 υπαλλήλους σε οργανόγραμμα 2.098 υπαλλήλων και πως σε 820 οργανικές θέσεις στον κλάδο κυκλοφορίας (δηλαδή σταθμάρχες και κλειδούχοι) υπηρετούν 183 μόνιμοι αλλά και πως έγιναν προσλήψεις 135 ατόμων και λειτουργεί οριακά το σύστημα. Παράλληλα είναι ανακρίβεια ότι έγιναν προσλήψεις στον ΟΣΕ καθώς οι μοναδικές που έγιναν στα τελευταία χρόνια είναι 35 μέσω κινητικότητας. Έτσι σήμερα από τις άνω των 5.500 υπαλλήλων που υπήρχαν το 2010 στο σιδηρόδρομο, σήμερα υπηρετούν 2.700 εργαζόμενοι.
Αυτή η υποστελέχωση δημιούργησε πρόβλημα στις ειδικότητες αλλά και στην ασφάλεια όπου πλέον το 2021 έκλεισαν σταθμοί και από τις 3 οκτάωρες βάρδιες έφταναν δύο 10ωρες και τετράωρο λουκέτο σε σταθμούς λόγω έλλειψης προσωπικού. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που έφερε πως στο Σταθμό της Λάρισας υπήρχαν 14 βάρδιες με 11 άτομα προσωπικό, γεγονός που αποδεικνύει την υπεργασία των εργαζομένων.
Ο Π. Παρασκευόπουλος μίλησε ακόμα για σύστημα που εναλλασσόταν τμηματικά από ηλεκτρονικό σε χειροκίνητο, κάτι που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε ατύχημα, για διακοπή της τηλεδιοίκησης από το 2012 έως το 2019 αλλά και για την κατάργηση του προϊστάμενου αμαξοστοιχίας, στο βωμό του κόστους.
Τέλος, μίλησε για πίεση και απαίτηση της ΕΕ για πώληση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και τώρα ο ιδιοκτήτης φορτώνει όπως θέλει, έχει την τεχνική βάση δική του χωρίς να γίνεται έλεγχος από υπηρεσία του κράτους.