Από την είσοδο της Αγιάς, στρίβοντας αριστερά στην πινακίδα με κατεύθυνση προς το Μεταξοχώρι αφήνουμε πίσω μας τον κάμπο και μεταφερόμαστε σε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο, σχεδόν κινηματογραφικό, σαν αυτό που θα μπορούσαν να ζουν ξωτικά και νεράιδες. Πετρόχτιστα σπίτια με σκεπές, ιστορικές εκκλησίες με ανεκτίμητης αξίας ψηφιδωτά, σ’ ένα χωριό κυριολεκτικά και μεταφορικά πνιγμένο στο πράσινο, ανάμεσα σε θεόρατα – υπεραιωνόβια πλατάνια, φορτωμένες καρυδιές και νερό τρεχούμενο.
Το Μεταξοχώρι, ένα από τα αρχαιότερα χωριά της Αγιάς, παλαιότερα λεγόταν «Ρέτσιανη» που σημαίνει «το χωριό πλάι στο ποτάμι». Κάπου στο 1927, πέρασε μια διετία με το όνομα «Μελίσσι» για να καταλήξει στη σημερινή ονομασία, τιμής ένεκεν της μαζικής παραγωγής μεταξιού που ήταν και η κύρια ασχολία τους. Ο ιστορικός οικισμός βρίσκεται στις παρυφές του Κισσάβου, σε απόσταση 2 χλμ δυτικά της Αγιάς, στο νομό Λαρίσης. Απέχει περίπου 37 χλμ από το κέντρο της Λάρισας, είναι χτισμένο αμφιθεατρικά, στις πλαγιές των λόφων και διασχίζεται από τον σχετικά άνυδρο χείμαρρο του Άμυρου ποταμού.
Όπου υπάρχει νερό, υπάρχει ζωή
Όπου υπάρχει νερό, υπάρχει ζωή και οι κάτοικοι του Μεταξοχωρίου το γνωρίζουν πολύ καλά. Eίναι φιλόξενοι, κεφάτοι, χορευταράδες, χωρατατζήδες και δουλευταράδες. Προφανώς το ίδιο εισπράττει και η φύση, γεγονός που αποτυπώνεται στην πλούσια ανθοφορία που ανάλογα την εποχή του χρόνου, δίνει τις χαρακτηριστικές χρωματικές παλέτες. Όλες οι διαβαθμίσεις του κόκκινου χρώματος το χειμώνα και όλες οι κιτρινωπές την άνοιξη, συναντώνται είτε ως αυτοφυή στους τοίχους, είτε ως καλλιεργήσιμα στις αυλές, όπου μοιάζει σαν να βρίσκεται σε συνεχή ροή ο άτυπος διαγωνισμός «της πιο εντυπωσιακής αυλής».
Ένας αναζωογονητικός περίπατος στα σοκάκια του χωριού επιβραβεύει τους επισκέπτες με καρπούς από αγριοκαρυδιές, αγριοκαστανιές, αμυγδαλιές, ροδιές, τζιτζιφιές, συκιές, μουριές, κερασιές, βυσσινιές, βρώσιμα άνθη και θεραπευτικά φυτά, κάποια είδη από αυτά σπάνια και απειλούμενα.
Η ιστορία του Μεταξιού
Σύμφωνα με τα «Πληροφοριακά Στοιχεία για το Μεταξοχώρι» (Δημ.Κ.Αγραφιώτης, 1994) κάποτε, οι μεγάλες φυτείες μουριάς κατέκλυζαν τα χωράφια και τους κήπους, γιατί το φύλλωμά τους ήταν η απαραίτητη τροφή για την ανάπτυξη του «καματερού» του κουκουλιού. Οι κάτοικοι είχαν επιδοθεί με ζήλο στην καλλιέργεια αυτή, η οποία τους απέδιδε αρχικά μεγάλο εισόδημα. Όλα τα σπίτια αποτελούσαν βιοτεχνικές μονάδες και σχεδόν όλοι οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη διαδικασία της κουκουλοπαραγωγής. Ως χώρος τέτοιας παραγωγής χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους Φάβρ και η Μονή Παναγιάς και συνεχίστηκε από την οικογένεια Τζήμερου. Στην περίοδο 1935-1955, σταδιακά, περιορίστηκε η παραγωγή λόγω της πτώσης των τιμών στη διεθνή αγορά και της εμφάνισης των συνθετικών υλικών (νάιλον, ακρυλικό κτλ). Ακόμα και σήμερα υπάρχουν ντόπιοι που έζησαν την παραγωγή μεταξιού, θυμούνται εικόνες και αφηγούνται στιγμές: «Ήμουν μικρό παιδί που καθόμουν μαζί με τα αδέρφια μου και φιλετάραμε σιγά και προσεκτικά τα κουκούλια», λέει ένας ντόπιος. «Τα είχαμε απλωμένα σε όλο το σπίτι, κι εδώ κι εκεί και από κάτω», θυμάται ένας άλλος, δείχνοντας τα ράφια και τις ντουλάπες του καθιστικού.
Κεράσια, Μήλα, Αχλάδια, Κάστανα, Φουντούκια
Πέρα από το μετάξι, η καλλιέργεια του βαμβακιού για ένα χρονικό διάστημα ενίσχυσε σημαντικά την τοπική κοινωνία ενώ η καλλιέργεια του φουντουκιού, με ιστορία που ξεπερνάει πλέον τα 100 χρόνια, έχει δημιουργήσει ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ελληνική παραγωγή ξηρών καρπών ανώτερης ποιότητας. Από το 1950 και έπειτα, οι κάτοικοι ξεκίνησαν να καλλιεργούν μήλα, κεράσια, αχλάδια και σε μικρότερη κλίμακα ελιές, ροδάκινα και βερίκοκα. Υπολογίζεται ότι το σύνολο της παραγωγής του μήλου Αγιάς, καλύπτει περίπου το 20% της ποσότητας που καταναλώνεται σε όλη την Ελλάδα. Ειδικά όμως για το Μεταξοχώρι, η καλλιέργεια του κερασιού, βύσσινου και πετροκέρασου αποτελεί την κύρια καλλιέργεια. Προς τιμήν του, οι ντόπιοι έχουν θεσπίσει την ξακουστή πλέον «Γιορτή του Κερασιού», η οποία ξεκίνησε για πρώτη φορά το 1980 και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, όπου πλέον είναι ένας θεσμός που προσελκύει επισκέπτες από όλα τα μέρη της Ελλάδας.