21.2 C
Larissa

Αντικαταθλιπτικά: Διώχνουν τη θλίψη, αλλά και την ευχαρίστηση – Έρευνα προειδοποιεί

Συναισθηματικά «αμβλείς» φαίνεται πως είναι οι μισοί περίπου ασθενείς που λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Neuropsychopharmacology. Η νέα έρευνα, με επικεφαλής ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Cambridge, αναδεικνύει τη σημαντική αυτή παρενέργεια των φαρμάκων, που επηρεάζουν την ενισχυτική μάθηση, μια σημαντική διαδικασία συμπεριφοράς που επιτρέπει στους ανθρώπους να μαθαίνουν από το περιβάλλον τους.

Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο υποφέρουν από κατάθλιψη και λαμβάνουν φάρμακα για τη διαχείριση της ψυχικής νόσου. Εκ των διαθέσιμων φαρμάκων, μια ευρέως χρησιμοποιούμενη κατηγορία είναι οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης. Πρόκειται για μια κατηγορία φαρμάκων, η οποία απευθύνεται ιδιαίτερα σε επίμονες ή σοβαρές περιπτώσεις κατάθλιψης, στοχεύοντας τη σεροτονίνη, γνωστή και ως «ορμόνη της ευτυχίας», που μεταφέρει μηνύματα μεταξύ των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου.

Μία από τις ευρέως αναφερόμενες παρενέργειες αυτών των φαρμάκων είναι η «αμβλύτητα», δηλαδή η συναισθηματική ουδετερότητα. Ειδικότερα, οι ασθενείς αναφέρουν ότι δεν αισθάνονται σχεδόν τίποτα, ακόμη και για πράγματα που φυσιολογικά θα έπρεπε να τους προκαλούν θετικά συναισθήματα. Σύμφωνα με τους ειδικούς, εκτιμάται ότι περίπου το 40% – 60% των ασθενών που λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα εμφανίζει την εν λόγω ανεπιθύμητη ενέργεια.

Σημειώνεται ότι, μέχρι σήμερα, οι περισσότερες μελέτες για τους αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης εξέταζαν μόνο τη βραχυπρόθεσμη χρήση τους. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτά τα φάρμακα λαμβάνονται σε μακροχρόνια κλίμακα, γι’ αυτό και οι ερευνητές θέλησαν να αξιολογήσουν τις επιπτώσεις των φαρμάκων σε βάθος χρόνου.

Για το σκοπό αυτό, στρατολόγησαν υγιείς εθελοντές, στους οποίους χορηγήθηκε εσιταλοπράμη, ένα φάρμακο αυτής της κατηγορίας γνωστό ως ένα από τα καλύτερα ανεκτά για τον ανθρώπινο οργανισμό. Συνολικά, 66 εθελοντές συμμετείχαν στο πείραμα, εκ των οποίων οι 32 έλαβαν εσιταλοπράμη, ενώ οι άλλοι 34 πήραν ένα εικονικό φάρμακο. Η κλινική δοκιμή διήρκεσε 21 εβδομάδες, μετά το πέρας των οποίων οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο, ενώ υποβλήθηκαν και σε μια σειρά τεστ, με στόχο την αξιολόγηση γνωστικών λειτουργιών, όπως η μάθηση, η εκτελεστική λειτουργία, η λήψη αποφάσεων και άλλα.

Τα αποτελέσματα δεν έδειξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων αναφορικά με την «ψυχρή» γνώση, όπως η προσοχή και η μνήμη, αλλά και με τις βασικές γνωστικές λειτουργίες, που περιλαμβάνουν και τα συναισθήματα. Οι ερευνητές εντόπισαν, ωστόσο, μειωμένη ευαισθησία της ομάδας που έλαβε εσιταλοπράμη σε δύο τεστ ενισχυτικής μάθησης. Η ενισχυτική μάθηση είναι ο τρόπος με τον οποίο μαθαίνουμε, μέσω της ανατροφοδότησης από το περιβάλλον μας.

Προκειμένου να εκτιμήσουν την ευαισθησία στην ενισχυτική μάθηση, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια «δοκιμή πιθανολογικής αντιστροφής». Κάθε συμμετέχων υποβλήθηκε σε ένα τεστ, με δύο ερεθίσματα, το Α και το Β. Εάν επέλεγε το Α, τότε ήταν πιο πιθανό να λάβει μια ανταμοιβή συγκριτικά με την επιλογή του Β. Οι ερευνητές δεν διευκρίνισαν αυτό τον κανόνα στους συμμετέχοντες, αλλά αντίθετα τους άφησαν να τον μάθουν εμπειρικά. Σε δεύτερο χρόνο, οι κανονισμοί του πειράματος θα άλλαζαν και οι συμμετέχοντες θα έπρεπε και πάλι να μάθουν εμπειρικά τους νέους κανόνες.

Η ομάδα διαπίστωσε ότι οι συμμετέχοντες που έπαιρναν εσιταλοπράμη ήταν λιγότερο πιθανό να αξιολογήσουν τη θετική και την αρνητική ανατροφοδότηση σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες που λάμβαναν εικονικό φάρμακο. Αυτό υποδηλώνει ότι το φάρμακο επηρέασε την ευαισθησία τους στην έννοια της ανταμοιβής και την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται ανάλογα. Το ίδιο εύρημα εξηγεί και τη μοναδική διαφορετική απάντηση που εντόπισε η ομάδα στα ερωτηματολόγια και σχετιζόταν με το ότι όσοι έπαιρναν εσιταλοπράμη αντιμετώπιζαν μεγαλύτερη δυσκολία να φτάσουν σε οργασμό κατά τη διάρκεια του σεξ, μια παρενέργεια που αναφέρεται συχνά από τους ασθενείς.

Η καθηγήτρια Barbara Sahakian, από το Τμήμα Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ σχολίασε σχετικά: «Η συναισθηματική αμβλύτητα είναι μια κοινή παρενέργεια των αντικαταθλιπτικών αυτής της κατηγορίας. Αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει στον τρόπο που λειτουργούν τα φάρμακα, αφού, αφαιρώντας μέρος του συναισθηματικού πόνου που νιώθουν οι άνθρωποι, αφαιρούν ταυτόχρονα και μέρος της απόλαυσης».

«Τα ευρήματά μας παρέχουν σημαντικές αποδείξεις για το ρόλο της σεροτονίνης στην ενισχυτική μάθηση. Συνεχίζουμε την έρευνα, μελετώντας δεδομένα νευροαπεικόνισης, για να κατανοήσουμε ακόμη καλύτερα την επίδραση της εσιταλοπράμης στον εγκέφαλο», πρόσθεσε η δρ. Christelle Langley από το Τμήμα Ψυχιατρικής.

ΑρχικήΕιδήσειςΥγείαΑντικαταθλιπτικά: Διώχνουν τη θλίψη, αλλά και την ευχαρίστηση – Έρευνα προειδοποιεί

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ