Γράφει η Μαρία Κορώνα/δημοσιογράφος
Στις δικαστικές αίθουσες και σύμφωνα με νομοθετική διάταξη απαγορεύεται η τηλεοπτική προβολή της υπόθεσης που εκδικάζεται εκτός κι αν αυτή κρίνεται αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον. Αυτό μας πηγαίνει πίσω στη δίκη της «Χρυσής αυγής» και στις ατέρμονες συζητήσεις εκείνης της περιόδου για το αν τελικά η συγκεκριμένη δικαστική υπόθεση θα έπρεπε ή όχι να γίνει «κεκλεισμένων των θυρών». Από τότε έως σήμερα, στην Ελλάδα έχουν τελεστεί μια σειρά από εγκλήματα στα οποία γινόμαστε θεατές μέσω της μικρής οθόνης. Από το σημείο που η υπόθεση θα λάβει χώρα στη δικαστική αίθουσα η δημοσιογραφική ενημέρωση συνεχίζεται κανονικά με την απαγόρευση ωστόσο της τηλεοπτικής ή φωτογραφικής αποτύπωσης αυτής εντός της αιθούσης. Έτσι, λοιπόν, γεννάται η ανάγκη οπτικοποίησης της δίκης και η πρακτική της σκιτσογραφίας.
Η τέχνη της εικονογράφησης της δικαστικής αίθουσας είναι περισσότερο διαδεδομένη στο εξωτερικό. Έχουμε δει σκίτσα δικών από τον Ελ Τσάπο – ενός από τους ισχυρότερους εμπόρους ναρκωτικών παγκοσμίως – έως και τον κινηματογραφικό παραγωγό που καταδικάστηκε για σεξουαλικές επιθέσεις Χάρβεϊ Γουάινστιν, του προσωπικού δικηγόρου του Ντόναλντ Τραμπ, Μάικλ Κοέν.
Η Ελλάδα απαρτίζεται από μια αξιόλογη ομάδα σκιτσογράφων. Η περίπτωση του Άρη Λάμπου όμως, αποτελεί ιδανικό συνδυασμό καθώς είναι ταυτόχρονα δημοσιογράφος στο δελτίο ειδήσεων του Star και ένας από τους πιο ταλαντούχους σκιτσογράφους που έχουμε στο δυναμικό μας ως χώρα. Με ένα μολύβι και μια ακουαρέλα μας έχει μεταφέρει την «ατμόσφαιρα» πολύκροτων δικαστικών υποθέσεων όπως η δίκη Τοπαλούδη, Δημήτρη Λιγνάδη, Ιωάννα Παλιοσπύρου κ.α.
-Μέσα από τα σκίτσα σου μας έχεις μεταφέρει την «ατμόσφαιρα» υποθέσεων από τις δικαστικές αίθουσες κάνοντας μας να αισθανόμαστε παρόντες στη δίκη. Πως γεννήθηκε αυτή η ιδέα στο μυαλό σου;
Για να είμαι δίκαιος δεν ήταν ιδέα που γεννήθηκε στο δικό μου μυαλό αλλά του διευθυντή μου Ηλία Παπανικολάου. Γνωρίζει για τη σχέση μου με το σκίτσο και εκείνος σκέφτηκε να δοκιμάσουμε να οπτικοποιήσουμε τις δίκες μιας και απαγορεύονται μέσα στις δικαστικές αίθουσες οι κάμερες. Δεν ήμουν άσχετος με τη διαδικασία καθώς οι δάσκαλοι μου στη σχολή και κυρίως ο μεγάλος Σπύρος Ορνεράκης, είχαν καλύψει αρκετές πολύκροτες δίκες όπως της 17 Νοέμβρη. Αρχικά, είχα διστάσει γιατί είναι μια πραγματική πρόκληση που απαιτεί να «αρπάζεις» τη στιγμή και να αποδίδεις πολλά χαρακτηριστικά προσώπων. Ωστόσο, το τόλμησα και πλέον νιώθω ότι είναι ένα κεφάλαιο τόσο στην πορεία μου ως δημοσιογράφος αλλά και ως εικαστικός.
–Ποιες γνωστές δικαστικές υποθέσεις έχεις σκιτσάρει;
Η πρώτη υπόθεση ήταν η δίκη Τοπαλούδη που θεωρώ ήταν και εκείνη στην οποία φορτίστηκα περισσότερο συναισθηματικά. Έχω σκιτσάρει αρκετά στιγμιότυπα από τη δίκη για το Βιτριόλι και μάλιστα είχα την τύχη να γνωρίσω την Ιωάννα Παλιοσπύρου μια πραγματική μαχήτρια. Η τελευταία δίκη στην οποία σκίτσαρα ήταν η δίκη του Δημήτρη Λιγνάδη, όπου είχα την ευκαιρία να μιλήσω με πολλούς από τους εμπλεκόμενους.
-Πόσο χρόνο χρειάζεσαι για τη δημιουργία ενός σκίτσου δεδομένου του περιορισμού που θέτει ο χρόνος;
Ενδεικτικά θα πω ότι 5 σκίτσα στη δίκη για το βιτριόλι μου πήραν αν θυμάμαι καλά 8 γεμάτες ώρες. Φυσικά δε γίνεται να ολοκληρωθεί μέσα στην αίθουσα το έργο. Προσωπικά έχω ένα πρόχειρο μπλοκ με χαρτί στο οποίο προσπαθώ να «πιάσω» τη σκηνή κάνοντας απλά σκίτσα με μολύβι. Σα να κρατάω σημειώσεις. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις γράφω σε αυτό το πρόχειρο σχέδιο λεπτομέρειες όπως π.χ. τι χρώμα σακάκι φοράει ο εισαγγελέας αν έχει γυαλιά η πρόεδρος και το χρώμα των μαλλιών της… Στη συνέχεια επιστρέφω στο γραφείο και κάνω μια ανασύνθεση του σκίτσου. Δουλεύω με μολύβι και ακουαρέλες. Πολλές φορές έχω κάνει «πρόβες» το πορτραίτο κάποιου από τους «πρωταγωνιστές» της δίκης για να μου είναι πιο εύκολο να αποτυπώνω γρήγορα τα χαρακτηριστικά τους. Οι μάσκες λόγω του κορωνοϊού αποτελούν μια πρόσθετη δυσκολία γιατί πρέπει να πετύχεις πολύ τα μάτια και τα βλέμματα ώστε να είναι αναγνωρίσιμο το πρόσωπο που σχεδιάζεις.
–Σε ποια πρόσωπα δίνεις έμφαση και τι προσπαθείς να αποτυπώσεις περισσότερο σε αυτά;
Σίγουρα ο κατηγορούμενος το θύμα και οι δικηγόροι που αποτελούν τα πρόσωπα του ενδιαφέροντος είναι εκείνοι που απαιτούν μεγαλύτερη σχολαστικότητα. Τους υπόλοιπους αν δεν έχουν κάποια σχέση ή κάποιο ρόλο στη σκηνή που απεικονίζεις τους κάνεις λίγο πιο θολούς και αόριστους. Φροντίζω να τονίζω πάντα ένα βλέμμα που ίσως λέει πολλά αλλά αρκετά συχνά το ίδιο ισχύει και για κάποια χειρονομία. Η πιο δυνατή στιγμή ήταν στη δίκη Τοπαλούδη όταν η μητέρα του άτυχου κοριτσιού ξέσπασε κατά των δραστών και κάποιος δικός της για να τη συγκρατήσει της έκλεισε το στόμα. Η συγκεκριμένη σκηνή με στιγμάτισε γιατί αυτή η γυναίκα είχε στερέψει από λόγια να εκτοξεύσει στους ανθρώπους που της στέρησαν το παιδί της με τον πιο φρικτό τρόπο. Αυτή η δίκη δε φεύγει από μέσα μου και μάλιστα μου ξύπνησε περίεργες σκέψεις και ένστικτα τα οποία αγνοούσα ότι είχα
-Πως αλληλεπιδρούν η καλλιτεχνική σου οπτική γωνία ως σκιτσογράφος με την επαγγελματική σου οπτική ματιά ως δημοσιογράφος στην αποτύπωση;
Ο δημοσιογράφος μέσα μου καθοδηγεί τον σκιτσογράφο στο να ξεχωρίσει τα πιο σημαντικά στιγμιότυπα και να «πιάσει» την είδηση. Δε σχεδιάζω δηλαδή χωρίς να σκέφτομαι τι είναι αυτό που αξίζει να αποτυπωθεί και τι εμπεριέχει πληροφορία. Επίσης, αυτή η διεργασία με βοηθάει καλλιτεχνικά γιατί είναι μια μελέτη στις εκφράσεις, την ανατομία, τη στάση του σώματος και την προοπτική. Ο σκιτσογράφος μέσα μου από την άλλη συνεισφέρει χρησιμοποιώντας σχεδιαστικές τεχνικές που δε θα κάνουν την εικόνα μια στεγνή απεικόνιση της πραγματικότητας αλλά θα μεταφέρουν συναίσθημα και τη φόρτιση της στιγμής.
-Γνωρίζουμε ότι έχεις εκδώσει και δικά σου κόμικ. Τι θεματολογία περιλαμβάνουν, σε ποιο κοινό απευθύνονται και από ποια έχεις επηρεαστεί;
Η πιο «μεγάλη» μου δουλειά σε όγκο και διάρκεια είναι οι «Μεταλλάδες». Ένα χιουμοριστικό κόμιξ για τους οπαδούς της σκληρής μουσικής που απαριθμεί δύο τόμους αν και ο πρώτος πλέον έχει εξαντληθεί. Οι ιστορίες είναι επηρεασμένες από αμέτρητα σκηνικά που έχω ζήσει και ο ίδιος ως οπαδός της μουσικής αλλά και σαν μέλος metal συγκροτημάτων. Κάποια άλλα από τα κόμιξ μου είναι το «Μαύρο Φως» μια ανθολογία ιστοριών τρόμου και το “ Mr. Bleak” μια μικρή αυτοέκδοση που κινείται σε αισθητική γοτθικού τρόμου. Σε γενικές γραμμές έχω μια αγάπη για την αισθητική του γκροτέσκου και το μπλακ χιούμορ και αυτού του είδους οι δουλειές με έχουν επηρεάσει κιόλας.
-Ποια η σχέση σου με τη Λάρισα;
Έχω έναν ιδιαίτερο δεσμό με τη Λάρισα επειδή είναι η πρώτη πόλη εκτός Αθηνών όπου έπαιξα μουσική. Κάπου το 2015 με τη μπάντα που τραγουδούσα τους System Decay είχαμε εμφανιστεί ζωντανά στο stage. Ήταν η πρώτη φορά που ταξιδεύαμε σε μία άλλη πόλη για live. Αξέχαστη εμπειρία. Στη φωτογραφία βλέπετε το πούλμαν που μας μετέφερε το οποίο στην πινακίδα συμπωματικά γράφει pit. Στην αργκό του metal το pit είναι αυτή η ευχάριστη στιγμή όταν μπροστά από τη σκηνή ο κόσμος σπρώχνεται και χτυπιέται. Πάντα με αγάπη. Επίσης, φέτος επέλεξα για σταθμό των διακοπών μου την όμορφη πόλη σας και μάλιστα την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού. Στη συνέχεια επέστρεψα μετά από λίγες μέρες για να απολαύσω σαν επισκέπτης το L.A. Festival που οργανώνει ο αγαπημένος φίλος-αδερφός Μέλανδρος Γκανάς ο οποίος είχε και την ευγενή καλοσύνη να με φιλοξενήσει στο σπίτι του σε όλες μου τις επισκέψεις. Με το Μάνο μας συνδέει μια μακρά σχέση και φιλία από τα cοmicdom con της Αθήνας όπου και γνωριστήκαμε ενώ έχουμε συνεργαστεί και στο παρελθόν. Ειλικρινά θεωρώ ότι το project του Ιππόκαμπου που έχει εμπνευστεί, αποτελεί σημείο αναφοράς για όλα τα παιδιά της πόλης που σκέφτονται να ασχοληθούν με τα εικαστικά – όχι μόνο με τα κόμιξ – ενώ είμαι βέβαιος ότι θα αποτελέσει μια καλλιτεχνική πνοή για όλη την κεντρική Ελλάδα.
–Το περσινό La Festival ήταν μια «ωδή στην καρκαμπίλα», ζέστη της πόλης πως αποτύπωσες τον παλμό της υπαίθρου της Λάρισας σχεδιαστικά; Και με αφορμή αυτό τελικά κατάφερες να «επιβιώσεις» με τόση ζέστη;
Εδώ πρέπει να αποκαλύψω κάτι. Είμαι λάτρης της ζέστης και του καύσωνα. Όπως προείπα επέλεξα να επισκεφτώ τη Λάρισα την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού που όλοι οι Λαρισαίοι έλειπαν στις γύρω περιοχές για μπάνιο και δροσιά. Ήταν όμως μια όμορφη εμπειρία για τα δικά μου δεδομένα αν και λίγο ψυχεδελική. Στους 46 βαθμούς κελσίου λοιπόν τρώγοντας πίτσες και πίνοντας μπίρες άφησα το δικό μου σχεδιαστικό αποτύπωμα σε έναν από τους τοίχους του Ιππόκαμπου. Η αλήθεια είναι ότι για το φεστιβάλ δεν έκανα κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο επειδή όταν έκλειναν οι πόρτες στο «Μύλο του Παππά» και γυρνούσα στο δωμάτιο είχα το νου μου στο να διαβάζω τα φρεσκοαγορασμένα κόμιξ των ντόπιων εξαίρετων καλλιτεχνών της πόλης.
-Η λέξη «καρκαμπίλα» παραπέμπει όπως προείπαμε στη ζέστη «ντυμένη» με τη διάλεκτο των Λαρισαίων. Ποιες άλλες τέτοιες φράσεις ή λέξεις σου έχουν μείνει από την πόλη μας;
Επειδή κατάγομαι από χωριό της Στερεάς Ελλάδας οι διάλεκτοι μας δε διαφέρουν σχεδόν καθόλου. Άρα δεν είναι ότι βρέθηκα σε κάτι άγνωστο για μένα και έτσι μπορούσα εύκολα να εγκλιματιστώ. Ωστόσο, τη λέξη «καρκαμπίλα» δεν τη γνώριζα παρόλο που όταν την άκουσα ψυχανεμίστηκα το τι μπορεί να σημαίνει. Αυτή είναι και η λέξη που μου έχει μείνει περισσότερο και πλέον τη χρησιμοποιώ στην έντονη ζέστη ενώ έχω και την ανάλογη κονκάρδα του φεστιβάλ.
-Ποιες οι εντυπώσεις σου από τη διοργάνωση του φεστιβάλ και από τη συμμετοχή του κοινού σε αυτό;
Μου άρεσε το ότι είχε μια διαφορετική προσέγγιση από τα φεστιβάλ κόμιξ στα οποία έχω βρεθεί μέχρι στιγμής στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είμαι απόλυτα σύμφωνος με το όλο ντεκόρ που παραπέμπει στα τοπικά σύμβολα όπως τα τρακτέρ και οι μπάλες με τα στάχια, γιατί δίνει ένα χαρακτήρα που ξεφεύγει από τις συνηθισμένες «αμερικανιές» των κόμιξ. Επίσης το κλίμα ήταν πολύ ζεστό όχι λόγω της «καρκαμπίλας» αλλά λόγω των ανθρώπων. Εντυπωσιάστηκα από το ότι το φεστιβάλ απευθύνεται σε όλον τον κόσμο της Λάρισας σε οικογένειες, παιδιά, νέους, μεγαλύτερους κ.λπ. Δεν περιορίζεται σε ένα στενό κύκλο «κομιξάδων».
-Ποιές είναι οι εντυπώσεις σου από τη συνεργασία σου με τους Λαρισαίους δημιουργούς κόμιξ και ποιες οι εντυπώσεις σου από το αναγνωστικό κοινό;
Δε θα πλατιάσω γιατί και οι δύο κατηγορίες έχουν ένα κοινό παρονομαστή που ακούει στη λέξη «αισθητική». Τόσο στο επίπεδο των καλλιτεχνών όσο και στο επίπεδο των αναγνωστών. Φυσικά το γεγονός ότι είδα και πολλούς μεταλλάδες της πόλης να ανήκουν στο αναγνωστικό κοινό της Λάρισας είναι για μένα πλεονέκτημα!!!
-Ποια πιστεύεις ότι είναι η θέση του ελληνικού κόμικ στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και ποια είναι η πρόβλεψη σου για το μέλλον του;
Πιστεύω ότι το κλασικό κόμικ εξακολουθεί να απευθύνεται σε μια μικρή μερίδα σκληροπυρηνικών οπαδών. Ωστόσο με τα φεστιβάλ που γίνονται τελευταία όπως το L.A. ο κόσμος έχει ενσωματώσει στη διασκέδασή του πολλές δημιουργίες Ελλήνων καλλιτεχνών και αυτό είναι πάρα πολύ ενθαρρυντικό. Το μέλλον του πιστεύω ότι θα είναι η ψηφιοποίησή του σε ένα γενικότερο βαθμό. Δηλαδή θα μεταφερθεί από το έντυπο πλήρως στα κινητά και τις οθόνες μας προκειμένου να συνεχίσει να είναι είδος μαζικής κατανάλωσης και ίσως να αλλάξει και λίγο η μορφή του… Όχι ότι δε συμβαίνει ήδη αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις. Ελπίζω, όμως, οι καλλιτέχνες να μπορούν να βιοπορίζονται από αυτό και να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι ιστοσελίδων ενημέρωσης και διασκέδασης και ελπίζω ακόμα να μην εκλείψει τελείως το έντυπο για εμάς τους ρομαντικούς.
-Και εκτός των άλλων είσαι και μέλος σε μέταλ μπάντα; Μίλησε μας και γι’ αυτή σου την ενασχόληση… (φωτό)
Τραγουδάω από το 2006 στους System Decay που είναι μια μπάντα η οποία εξερευνά τον μοντέρνο, ακραίο ήχο. Είχα μια θητεία λίγων ετών στο heavy rock σχήμα Deathcrop Valley και τώρα εκτονώνομαι συνθέτοντας και τραγουδώντας σε ένα συγκρότημα κλασικού heavy metal που ακούει στο όνομα Dragon Skull. Γενικά, υπηρετώ σχεδόν όλες τις εκφάνσεις του ήχου. Πετυχημένα ή όχι θα το κρίνουν άλλοι.
-Το επάγγελμα του δημοσιογράφου είναι αρκετά απαιτητικό από μόνο του πως βρίσκεις τον χρόνο να ασχολείσαι με όλα αυτά;
Κόβω από τον ύπνο δυστυχώς. Σημαντικό είναι βέβαια να ιεραρχείς κάπως την κάθε ενασχόληση ανάλογα με την απαίτηση της κάθε περιόδου. Π.χ. κάποιους μήνες ασχολούμαι πιο σχολαστικά με το τραγούδι άλλους με το σχέδιο και πάει λέγοντας
– Ως δημοσιογράφοι είμαστε διαρκώς σε εγρήγορση χωρίς ικανοποιητικό ελεύθερο χρόνο. Τι συμβουλές θα έδινες σε νέους δημοσιογράφους που έχουν κι άλλα ταλέντα όπως εσύ και θα ήθελαν με κάποιον τρόπο να μπορέσουν να τα συνδυάσουν και όχι να τα «θυσιάσουν»;
Δε θεωρώ ότι είμαι ο κατάλληλος για συμβουλές επειδή τα πολλαπλά καλλιτεχνικά πάθη μου με έχουν συχνά μπερδέψει και ζορίσει. Κάποια tips που θα μπορούσα να πω είναι αρχικά να μην αφήνει κανένας την πρωινή δουλειά από την οποία βιοπορίζεται γιατί εκείνη δίνει δύναμη και στήριξη για τα ενδιαφέροντά μας. Ιεράρχηση χρόνου και να δίνετε χρόνο στον εαυτό σας για ξεκούραση και αποσυμπίεση γιατί αλλιώς θα τα σιχαθείτε όλα.
-Πότε να σε περιμένουμε ξανά στη «Λαριζόνα»;
Ελπίζω το καλοκαίρι!
-Θα συμμετέχεις στο φετινό La Comic Festival;
Δυστυχώς όχι λόγω του ότι είμαι βάρδια στο κανάλι. Όμως πιστεύω του χρόνου θα έχω την τύχη να είμαι σε ένα από τα τραπεζάκια των καλλιτεχνών.
Ο Άρης Λάμπος εργάζεται ως συντάκτης του Υπουργείου υποδομών και μεταφορών στον τηλεοπτικό σταθμό STAR. Ασχολείται με το ελεύθερο ρεπορτάζ και έχει συμμετάσχει στην κάλυψη αρκετών μεγάλων υποθέσεων όπως το «Μάτι», η «προσφυγική κρίση», η «δολοφονία της Κάρολαιν», «ο θάνατος των τριών παιδιών στην Πάτρα. Έχει τελειώσει το Πολιτικό Τμήμα της Νομικής, τη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών του Ορνεράκη και παρακολούθησε τη Σχολή Τηλεόρασης του Σταμάτη Μαλέλη New Media Studies. Με τη εικαστική και μουσική του ενασχόληση «σπάει» τα στερεότυπα που θέλουν τον δημοσιογράφο να φαντάζει ως μια μονοδιάστατη ύπαρξη.